τεκμαίρομαι

τεκμαίρομαι
ΝΜΑ (και ενεργ
τακμαίρω Α [τέκμαρ]
από ορισμένα σημεία-πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ.
γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ.
δ. «οὐ τὰ καινὰ τοῑς πάλαι τεκμαίρεται», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
(ιδίως για θεούς) φανερώνω με ορισμένο σημείο, ορίζω (α. «ἐπεί τάδε γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο», Ομ. Ιλ.
β. «πόλεμον τεκμαίρεται Ζεύς», Ησίοδ.)
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω («ἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη», Ομ. Οδ.)
2. προμηνύω, προλέγω («τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον νηΐ τε καὶ ἑτάροις», Ομ. Οδ.)
3. σχεδιάζω, προγραμματίζω κάτι («τεκμήρατο... νοστήσειν», Απολλ. Ρόδ.)
4. αναγνωρίζω (α. «ὄπα κούρης τεκμαίρετο», Απολλ. Ρόδ.
β. «αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τεκμαίρεο», Ανθ. Παλ.)
5. διευθύνω προς ορισμένο σημείο, κατευθύνω («εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκόν», Δίον. Περ.)
6. (ο ενεργ. τ.) τεκμαίρω
κάνω γνωστό, δείχνω, σημαίνω («ἀλλά μοι τορῶς τέκμηρον ὅ,τι μ' ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.)
7. θέτω τέρμα, τερματίζω («τεκμήρατε πᾱσαν ἀοιδήν», Αρατ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεκμαίρομαι — assign pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαίρεσθε — τεκμαίρομαι assign pres imperat mp 2nd pl τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd pl τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαίρῃ — τεκμαίρομαι assign pres subj act 3rd sg τεκμαίρομαι assign pres subj mp 2nd sg τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαιρομένων — τεκμαίρομαι assign pres part mp fem gen pl τεκμαίρομαι assign pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαιρόμεθα — τεκμαίρομαι assign pres ind mp 1st pl τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαιρόμενον — τεκμαίρομαι assign pres part mp masc acc sg τεκμαίρομαι assign pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαιρόμεσθα — τεκμαίρομαι assign pres ind mp 1st pl τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαίρει — τεκμαίρομαι assign pres ind act 3rd sg τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαίρεο — τεκμαίρομαι assign pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμαίρευ — τεκμαίρομαι assign pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”